-
1 συγκλητικος
I3сенатскийσυγκλητικὸν δόγμα Diod. (лат. senatus consultum) — сенатское постановление
IIὅ член сената, сенатор Plut., Luc.
См. также в других словарях:
συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… … Dictionary of Greek